Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοίφι — κοῑφι και κοιφί, τὸ (Α) βλ. κύφι … Dictionary of Greek
κύφι — κῡφι, εος και εως και δ. γρφ. κοῑφι, τὸ (Α) είδος αιγυπτιακού φαρμάκου που περιείχε πολλές διεγερτικές ουσίες … Dictionary of Greek